Μετάβαση στο περιεχόμενο

faithfully

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός faithfully
συγκριτικός more faithfully
υπερθετικός most faithfully

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
faithfully < faithful + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

faithfully (en)

  • πιστά
    παράδειγμα  She executed her duties faithfully.
    Εκτέλεσε τα καθήκοντά της πιστά.