faithfully
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | faithfully |
| συγκριτικός | more faithfully |
| υπερθετικός | most faithfully |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]faithfully (en)
- πιστά
She executed her duties faithfully.
- Εκτέλεσε τα καθήκοντά της πιστά.