faitout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

faitout < fait + tout

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
faitout faitouts

faitout (fr) αρσενικό