falĉilo
(Ανακατεύθυνση από falchilo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- falĉilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | falĉilo | falĉiloj |
αιτιατική | falĉilon | falĉilojn |
falĉilo (eo)
- το δρεπάνι