fall asleep
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]fall asleep (en)
- αποκοιμιέμαι
- ⮡ She leaned over the book and fell asleep.
- Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε.
- ⮡ She leaned over the book and fell asleep.