Μετάβαση στο περιεχόμενο

fall asleep

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fall asleep <  δείτε τις λέξεις fall και asleep

Έκφραση

[επεξεργασία]

fall asleep (en)

  • αποκοιμιέμαι
      She leaned over the book and fell asleep.
    Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε.