fallen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | fallen |
συγκριτικός | more fallen |
υπερθετικός | most fallen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fallen (en)
- πεσμένος
- ↪ Why are all my things fallen on the floor?
- Γιατί είναι όλα τα πράγματά μου πεσμένα στο πάτωμα;
- ↪ Pick up the fallen fruit.
- Μάζεψε τα πεσμένα φρούτα.
- ↪ Why are all my things fallen on the floor?
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
fallen (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fallen (de)