Μετάβαση στο περιεχόμενο

falling

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

falling (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που πέφτει
    falling leaves
    falling prices
    falling tensions in Gaza (η ένταση μειώνεται στη Γάζα)
  2. πτωτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

falling (en) συνήθως στον ενικό - πληθυντικός: fallings

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

falling (en)