fallout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fallout (en)
- πούλβερη, η στάχτη, η τέφρα, η άχνη, η σκόνη έκρηξης (πυρηνικής ή ηφαιστειακής)
- η πτώση στο έδαφος σωματιδίων της ατμόσφαιρας που προέρχονται π.χ. από έκρηξη ηφαιστείου ή πυρηνική έκρηξη (καρκινογόνα όταν εισπνέονται, η ραδιοάχνη και με απλή επαφή στο δέρμα)
- η επίπτωση, οι επιπτώσεις
- απρόβλεπτο αποτέλεσμα, παρενέργεια