falsa lectio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
falsa lectio αρσενικό (νεολατινικά)
- (βιβλιογραφική παραπομπή, παλαιογραφία) παρανάγνωση, εσφαλμένη γραφή
- συντομογραφία: f.l.