familiaraĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | familiaraĵo | familiaraĵoj |
αιτιατική | familiaraĵon | familiaraĵojn |
familiaraĵo (eo)
- οικειότητα, πράξη που δηλώνει οικειότητα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- familiarajho στο H-sistemo
- familiarajxo στο X-sistemo