familiarity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

familiarity < familiar + -ity

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

familiarity (en) (μη μετρήσιμο ή μόνο στον ενικό)

  1. η οικειότητα, η εξοικείωση, η γνώση
    He lacks the familiarity which experience provides.
    Tου λείπει η οικειότητα που προσφέρει η πείρα.
    familiarity with a subject - εξοικείωση με ένα θέμα
     συνώνυμα: acquaintance
  2. η οικειότητα, με οικείο τρόπο
    He treats his subordinates with familiarity.
    Φέρεται με οικειότητα στους υφισταμένους του.

Πηγές[επεξεργασία]