familistère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- familistère < λατινική familia + (phalan)stère
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
familistère | familistères |
familistère (fr) αρσενικό
- συνεταιρισμός σε μερικές περιοχές της Γαλλίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη famille