fanatic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fanatic (en)

 συνώνυμα: fanatical

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fanatic (en)

  • κάποιος φανατικός, ιδίως σε σχέσημε τη θρησκεία του