fantaisiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fantaisiste | fantaisistes |
θηλυκό | fantaisistee | fantaisistees |
fantaisiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- φανταστικός
- (για ανθρώπους) που έχει περισσότερη φαντασία παρά αίσθηση της πραγματικότητας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fantaisiste | fantaisistes |
fantaisiste (fr) αρσενικό
- διασκεδαστής, καλλιτέχνης που ψυχαγωγεί το κοινό με ανέκδοτα, τραγούδια, μιμήσεις κ.λπ.
- φαντασιόπληκτος