fantaisiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fantaisiste fantaisistes
θηλυκό fantaisistee fantaisistees

fantaisiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φανταστικός
  2. (για ανθρώπους) που έχει περισσότερη φαντασία παρά αίσθηση της πραγματικότητας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fantaisiste fantaisistes

fantaisiste (fr) αρσενικό

  1. διασκεδαστής, καλλιτέχνης που ψυχαγωγεί το κοινό με ανέκδοτα, τραγούδια, μιμήσεις κ.λπ.
  2. φαντασιόπληκτος