fantazio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fantazio | fantazioj |
αιτιατική | fantazion | fantaziojn |
fantazio (eo)
- η φαντασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fantazio | fantazioj |
αιτιατική | fantazion | fantaziojn |
fantazio (eo)