fantoma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fantoma | fantomaj |
αιτιατική | fantoman | fantomajn |
fantoma (eo)
- σχετικός με φαντάσματα, φαντοματικός