far cry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]far cry (en)
- (ιδιωματισμός) εντελώς διαφορετικός
- ⮡ This is a far cry from what you promised.
- Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι υποσχέθηκες.
- ⮡ This is a far cry from what you promised.