Μετάβαση στο περιεχόμενο

fare

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fare fares

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fare (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ναύλος, τα ναύλα
      student fare - φοιτητικός ναύλος
      They have raised fares due to the increase in oil prices.
    Τα ναύλα έχουν ακριβύνει λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.



fare (da)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fare > λατινική facere

Προφορά

[επεξεργασία]
 

fare (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fare (tr)