fart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fart | farts |
fart (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | farts |
αόριστος | farted |
παθητική μετοχή | farted |
ενεργητική μετοχή | farting |
fart (en)
- (χυδαίο, ανεπίσημο) κλάνω, πέρδομαι
- ↪ Don’t eat a lot of beans because you will be farting all day!
- Μην τρως πολλά φασόλια, γιατί θα κλάνεις όλη μέρα!
- ↪ Don’t eat a lot of beans because you will be farting all day!