fasarya
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fasarya < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική φασαρία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɑsɑɾˈjɑ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : fa‐sar‐ya
Επίθετο
[επεξεργασία]fasarya (tr)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ fasarya - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν