fascinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας fascinate
γ΄ ενικό ενεστώτα fascinates
αόριστος fascinated
παθητική μετοχή fascinated
ενεργητική μετοχή fascinating

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fascinate < λατινική fascinatus

Ρήμα[επεξεργασία]

fascinate (en)

Πηγές[επεξεργασία]