fascinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | fascinate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fascinates |
αόριστος | fascinated |
παθητική μετοχή | fascinated |
ενεργητική μετοχή | fascinating |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fascinate < λατινική fascinatus
Ρήμα[επεξεργασία]
fascinate (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- fascinate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναρπάζω