Μετάβαση στο περιεχόμενο

fatalité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.ta.li.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fatalité fatalités

fatalité (fr) θηλυκό

  1. η μοίρα, το πεπρωμένο
     συνώνυμα: destin, destinée
  2. το μοιραίο, η ανάγκη
     συνώνυμα: détermination, nécessité

Συγγενικά

[επεξεργασία]