faucille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
faucille | faucilles |
faucille (fr) θηλυκό
- το δρεπάνι
ενικός | πληθυντικός |
faucille | faucilles |
faucille (fr) θηλυκό