fauconnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fauconnier | fauconniers |
θηλυκό | fauconnière | fauconnières |
fauconnier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fauconnier | fauconniers |
θηλυκό | fauconnière | fauconnières |
fauconnier (fr)