Μετάβαση στο περιεχόμενο

fault

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fault faults

fault (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το λάθος, το σφάλμα, η υπαιτιότητα, η ευθύνη για κάτι λάθος που έχει γίνει
      It’s my own fault and I admit it.
    Δικό μου είναι το λάθος και το παραδέχομαι.
      Find out whose fault it was.
    Ψάξε να βρεις ποιανού ήταν το λάθος.
      The trip’s cancellation was not my own fault.
    Η ματαίωση της εκδρομής δεν οφείλεται σε δικό μου σφάλμα.
      Whose fault is it?
    Ποιος φταίει;
      I recognize it was my fault and I apologize.
    Αναγνωρίζω ότι έφταιξα και ζητώ συγνώμη.
      It was all of our fault and now we’ll pay.
    Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε.
      It’s all your fault./Everything is your fault.
    Εσύ φταις για όλα.
  2. (γεωλογία) τεκτονικό ρήγμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας fault
γ΄ ενικό ενεστώτα faults
αόριστος faulted
παθητική μετοχή faulted
ενεργητική μετοχή faulting

fault (en)

  • κατηγορώ, φταίω, αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη για μια λανθασμένη ενέργεια ή κάτι δυσάρεστο
      We can’t fault you for the leak.
    Δεν σε κατηγορούμε για τη διαρροή.
      Who is to fault for the team’s loss?
    Ποιος φταίει για την ήττα της ομάδας;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη blame