Μετάβαση στο περιεχόμενο

feasible

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός feasible
συγκριτικός more feasible
υπερθετικός most feasible

Επίθετο

[επεξεργασία]

feasible (en)

  • εφικτός, πραγματοποιήσιμος, που είναι δυνατό και πιθανό να επιτευχθεί
      Do you think it’s feasible we get there in time?
    Το θεωρείς εφικτό να φτάσουμε εκεί έγκαιρα;
      feasible plans - πραγματοποιήσιμα σχέδια
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις achievable και realistic