fecho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fecho | fechos |
fecho (pt) αρσενικό
- το φερμουάρ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fecho | fechos |
fecho (pt) αρσενικό