feeder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
feeder feeders

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. η ταΐστρα
  2. ο τροφοδότης

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]