feeder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
feeder | feeders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η ταΐστρα
- ο τροφοδότης
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- feeder ship (πλοίο τύπου feeder, feeder)