feeding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
feeding | feedings |
feeding (en)
- η τροφοδοσία
- ↪ the feeding of the army - η τροφοδοσία του στρατού
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
feeding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του feed