feeding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
feeding | feedings |
feeding (en)
- η τροφοδοσία
- ⮡ the feeding of the army - η τροφοδοσία του στρατού
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]feeding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του feed