Μετάβαση στο περιεχόμενο

feeding

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
feeding feedings

feeding (en)

  • η τροφοδοσία
      the feeding of the army - η τροφοδοσία του στρατού

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

feeding (en)