feeling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | feeling |
συγκριτικός | more feeling |
υπερθετικός | most feeling |
feeling (en)
- ευαίσθητος, με ευαισθησία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
feeling | feelings |
feeling (en)
- η αίσθηση, το αίσθημα, το συναίσθημα, κάτι που νιώθω μέσα από το μυαλό ή με τις αισθήσεις
- ↪ He cannot stand the feeling of cold water on his back.
- Δεν αντέχει την αίσθηση του κρύου νερού στην πλάτη.
- ↪ a feeling of hunger - αίσθημα πείνας
- ↪ He has no feeling of humor/shame/responsibility.
- Δεν έχει αίσθημα χιούμορ/ντροπής/ευθύνης.
- ↪ I was filled with a feeling of gratitude.
- Με πλημμύρισε ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης.
- ↪ I have a wonderful feeling of calmness.
- Έχω ένα υπέροχο συναίσθημα ηρεμίας.
- ≈ συνώνυμα: sensation και sense
- ↪ He cannot stand the feeling of cold water on his back.
- (μόνο πληθυντικός) τα αισθήματα, τα συναισθήματα ενός ατόμου παρά τις σκέψεις ή τις ιδέες του
- το προαίσθημα, η ιδέα ή η πεποίθηση ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι αληθινό ή μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι πιθανό να συμβεί
- ↪ I got a lottery ticket because I had a good feeling.
- Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
- ↪ I have a good/bad feeling.
- Έχω ένα καλό/κακό προαίσθημα.
- ↪ I got a lottery ticket because I had a good feeling.
- (μη μετρήσιμο, πληθυντικός) το αίσθημα, η συμπάθεια ή αγάπη για κάποιον ή κάτι
- ↪ There are feelings between them.
- Υπάρχει αίσθημα μεταξύ τους.
- ↪ There are feelings between them.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
feeling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του feel
Πηγές[επεξεργασία]
- feeling - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 19, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: αίσθημα, αίσθηση, συναίσθημα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- feeling < αγγλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
feeling (fr) αρσενικό
- jouer d'un instrument au feeling - παίζω ένα μουσικό όργανο ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής / ανάλογα με τις αισθήσεις που μου προκαλεί