feeling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός feeling
συγκριτικός more feeling
υπερθετικός most feeling

feeling (en)

  1. ευαίσθητος, με κατανόηση
     συνώνυμα: sensitive

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
feeling feelings

feeling (en)

  1. η αίσθηση
    I don't like the feeling of the wool on my skin
  2. η διαίσθηση, το προαίσθημα, το ένστικτο, το αίσθημα
    I have a bad feeling about it. Dont do it
  3. ευαισθησία, συμπόνια, συναίσθηση
    It seems they have no feeling for what those measures will mean to all those unemployed people
  4. πιθανόν παρορμητική, συγκινησιακή τάση, συναισθηματική προσέγγιση

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

feeling (en)

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

feeling < αγγλική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

feeling (fr) αρσενικό

jouer d'un instrument au feeling - παίζω ένα μουσικό όργανο ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής / ανάλογα με τις αισθήσεις που μου προκαλεί