feeling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | feeling |
συγκριτικός | more feeling |
υπερθετικός | most feeling |
feeling (en)
- ευαίσθητος, με κατανόηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
feeling | feelings |
feeling (en)
- η αίσθηση
- I don't like the feeling of the wool on my skin
- η διαίσθηση, το προαίσθημα, το ένστικτο, το αίσθημα
- I have a bad feeling about it. Dont do it
- ευαισθησία, συμπόνια, συναίσθηση
- It seems they have no feeling for what those measures will mean to all those unemployed people
- πιθανόν παρορμητική, συγκινησιακή τάση, συναισθηματική προσέγγιση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
feeling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του feel
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- feeling < αγγλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
feeling (fr) αρσενικό
- jouer d'un instrument au feeling - παίζω ένα μουσικό όργανο ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής / ανάλογα με τις αισθήσεις που μου προκαλεί