fekaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fekaĵo | fekaĵoj |
αιτιατική | fekaĵon | fekaĵojn |
fekaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fekaĵo | fekaĵoj |
αιτιατική | fekaĵon | fekaĵojn |
fekaĵo (eo)