feltwork

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
feltwork feltworks

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

feltwork (en)

  1. (ύφασμα) συγκεκριμένη υφή της εκάστοτε τσόχας, η δομή του κετσέ
  2. (ιατρική) ινώδες δίκτυο
  3. (νευρολογία) συμπαγές σύμπλεγμα (πλέγμα) νευρικών ινιδίων