femidomo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | femidomo | femidomoj |
αιτιατική | femidomon | femidomojn |
femidomo (eo)
- το θηλυκό προφυλακτικό