fendetiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fendetiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα fendetiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | fendetiĝas | fendetiĝanta | fendetiĝata |
αόριστος | fendetiĝis | fendetiĝinta | fendetiĝita |
μέλλοντας | fendetiĝos | fendetiĝonta | fendetiĝota |
υποθετική | fendetiĝus | - | - |
προστακτική | fendetiĝu | - | - |
fendetiĝi (eo)