fera
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fera | feraj |
αιτιατική | feran | ferajn |
fera (eo)
- σιδερένιος, σιδηρούς
- ⮡ la fera kurteno - το σιδηρούν παραπέτασμα
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fera (la)