fermented

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

fermented (en)

  1. που έχει παραχθεί με ζύμωση
  2. (για υγρά) ξινισμένος