ferocitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ferocitate (ro) θηλυκό
- η ωμότητα
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του ferocitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o ferocitate | ferocitatea | nişte ferocități | ferocitățile |
γενική | a unei ferocități | ferocității | a unor ferocități | ferocităților |
δοτική | a unei ferocități | ferocității | a unor ferocități | ferocităților |
αιτιατική | o ferocitate | ferocitatea | nişte ferocități | ferocitățile |
κλητική | — | - | — | - |