Μετάβαση στο περιεχόμενο

fervo

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

fervĕō (la), απαρ.: fervĕre

  1. βράζω
  2. (μεταφορικά) βράζω με πάθος
    αρχαία ελληνική: ζέω