fervoro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fervoro < αγγλικά fervour
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fervoro | fervoroj |
αιτιατική | fervoron | fervorojn |
fervoro (eo)
- ο ζήλος