fervorulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fervorulo | fervoruloj |
αιτιατική | fervorulon | fervorulojn |
fervorulo (eo)
- la fervoruloj de la reformo
- οι φλογεροί υποστηρικτές της μεταρρύθμισης