fessée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fessée < fesse
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fessée | fessées |
fessée (fr) θηλυκό
- οι ξυλιές στον πισινό
- ≈ συνώνυμα: correction, (οικείο) raclée
- (οικείο) (μεταφορικά) η εξευτελιστική ήττα
- ≈ συνώνυμα: déculottée, (οικείο) raclée