fetiĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fetiĉo | fetiĉoj |
αιτιατική | fetiĉon | fetiĉojn |
fetiĉo (eo)
- το φετίχ