fiŝoleo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fiŝoleo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiŝoleo | fiŝoleoj |
αιτιατική | fiŝoleon | fiŝoleojn |
fiŝoleo (eo)
- το ιχθυέλαιο