fidèle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fidèle fidèles

fidèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πιστός
  2. ακριβής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fidèle fidèles

fidèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θρησκεία) πιστός

Συγγενικά[επεξεργασία]