fidélité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fidélité < λατινική fidēlitās (< fidēs = πίστη). Αναλύεται σύγχρονα σε fidèle + -ité

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fi.de.liˈte/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fidélité (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]