fiddle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fiddle | fiddles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiddle (en)
- (μουσικό όργανο, ανεπίσημο) κυρίως το βιολί, αλλά και βιόλα, τσέλο, κοντραμπάσο, λύρα (με δοξάρι), γενικά έγχορδο όργανο που παίζεται με δοξάρι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fiddle (en)
- (ανεπίσημο) παίζω ένα απ' τα παραπάνω έγχορδα, παίζω έγχορδο με δοξάρι, δοξαρίζω
- (μεταφορικά)
- ρυθμίζω ή παραποιώ
- μαστορεύω ή πειραματίζομαι με κάτι