fierté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fierté (fr) θηλυκό
- η περηφάνια, ο χαρακτήρας του υπερήφανου, η υπερηφάνεια, το καμάρι