fierté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

fierté < fier + -té

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fierté (fr) θηλυκό