fil de fer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fil de fer | fils de fer |
fil de fer (fr) αρσενικό
- το σύρμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fil de fer | fils de fer |
fil de fer (fr) αρσενικό