filament

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filament (en)

  1. λεπτό νήμα ή σύρμα
  2. το νήμα στους λαμπτήρες πυρακτώσεως
  3. ο μίσχος του στήμονα που υποστηρίζει τον ανθήρα