file

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

file (en)

  1. αρχείο, σύνολο εγγράφων
  2. στοίχος, σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο
  3. λίμα
  4. (πληροφορική) αρχείο, σύνολο δεδομένων αποθηκευμένων σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο
  5. (πληροφορική) το σχήμα (scheme) στις διευθύνσεις URL που υποδηλώνει πρόσβαση σε αρχείο του τοπικού υπολογιστή
    URL: file:///C:/Users/aUser/test.html, για πρόσβαση στο αρχείο test.html με την χρήση φυλλομετρητή (browser)
    υπερώνυμο: scheme

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

file (en)

  1. υποβάλλω / καταθέτω επίσημο έγγραφο σε διοικητική ή δικαστική αρχή
  2. αρχειοθετώ
  3. κινούμαι σε ένα στοίχο
  4. λιμάρω
  5. (πληροφορική) αποθηκεύω ένα αρχείο σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fil/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

file (fr) θηλυκό (πληθυντικός files)

  1. η ουρά : file d'attente
  2. η λωρίδα