file
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
file (en)
- αρχείο, σύνολο εγγράφων
- στοίχος, σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο
- λίμα
- (πληροφορική) αρχείο, σύνολο δεδομένων αποθηκευμένων σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο
- (πληροφορική) το σχήμα (scheme) στις διευθύνσεις URL που υποδηλώνει πρόσβαση σε αρχείο του τοπικού υπολογιστή
- ↪ URL: file:///C:/Users/aUser/test.html, για πρόσβαση στο αρχείο test.html με την χρήση φυλλομετρητή (browser)
- υπερώνυμο: scheme
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- batch file
- device file
- executable file
- file allocation table ή FAT
- file manager, file browser
- file name
- filename extension, file extension
- file sharing
- file system
- file type
- hosts file
- system file
Ρήμα[επεξεργασία]
file (en)
- υποβάλλω / καταθέτω επίσημο έγγραφο σε διοικητική ή δικαστική αρχή
- αρχειοθετώ
- κινούμαι σε ένα στοίχο
- λιμάρω
- (πληροφορική) αποθηκεύω ένα αρχείο σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
file (fr) θηλυκό (πληθυντικός files)