filibuster
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]filibuster (en)
- (πολιτική, ΗΠΑ) μακρηγορητής, βουλευτής ή γερουσιαστής που μακρηγορεί αποσκοπώντας στην καθυστέρηση υπερψήφισης νομοσχεδίου
- (παρωχημένο) μισθοφόρος του 19ου αιώνα με δραστηριοποίηση στην Κεντρική Αμερική
Ρήμα
[επεξεργασία]filibuster (en)