filibuster

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

filibuster (en)

  1. (πολιτική, ΗΠΑ) μακρηγορητής, βουλευτής ή γερουσιαστής που μακρηγορεί αποσκοπώντας στην καθυστέρηση υπερψήφισης νομοσχεδίου
  2. (παρωχημένο) μισθοφόρος του 19ου αιώνα με δραστηριοποίηση στην Κεντρική Αμερική

Ρήμα[επεξεργασία]

filibuster (en)